Μέσα στην αναμπομπούλα των ημερών, με το φτύσιμο που δικαίως τρώει διεθνώς η Ελλάδα για την κατάντια των δημόσιων οικονομικών της, με τους πολίτες της να στέκονται έκθετοι στη γωνία της Ευρώπης, ακούσιοι και εκούσιοι πρωταγωνιστές μιας ιλαροτραγωδίας, δακτυλοδεικτούμενοι ως το κακό παράδειγμα και ο ορισμός της αναξιοπιστίας, της ψευτιάς και της ξεφτίλας, ένα mail φίλου από την Αγγλία ήρθε να ξυπνήσει γλυκές και πικρές μνήμες μιας άλλης, αξιοπρεπούς, περήφανης και διαχρονικής Ελλάδας. Μιας πατρίδας με όραμα και αρχές, αξίες και ομορφιά.
Να' ναι καλά εκεί που΄ναι ο Στρατής Τσίρκας την απέδωσε μοναδικά και ο φίλος ο John που ξέθαψε αυτό το διαμάντι από το χρονοντούλαπο της μνήμης θυμίζοντας μας μια άλλη πατρίδα, τον βράχο που αγάπησε ο Τσίρκας.
Που είναι αυτή η Ελλάδα;
Που είναι αυτή η Ελλάδα;
ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ
ΕΝΑΣ ΒΡΑΧΟΣ
Ένας βράχος κει πέρα με λίγα μάρμαρα κι όμως… Χρόνια και χρόνια τώρα, οι άνθρωποι που ζουν εδώ κι ανάμεσα στους άλλους λόφους γύρω τριγύρω, ίσαμε πέρα στις αμμουδιές του κόλπου, δεν έπαψαν να δίνουν χρυσούς κανόνες, μέτρα φωτεινά και πεντακάθαρα.
«Να, μωρέ τσίμπληδες, πώς ζουν! Με λογικό και λευτεριά· δηλαδή με κανόνες. Κανόνες χρυσούς, κανόνες ζυγιασμένους. Στ’ ανάστημα τ’ ανθρώπου».
Πόλη με τους ανθρώπους πο ’χουνε τ’ ανάστημα του ανθρώπου. Στο μπόι μιας μυρτιάς. Στο μάκρος μιας σκάφης όπου ζυμώνουν το ψωμί. Στο ύψος πο ’χουνε τα κλήματα με τα σταφύλια.
Ποιος είδε το λαό, που ζει κάτω απ’ το βράχο με τα μάρμαρα, ν’ αντιπαλεύει με βαρβάρους, με μιξοβαρβάρους, με νεοβαρβάρους, με δουκάτα, με βασίλεια, μ’ αυτοκρατορίες, για ένα «τίποτα», για μιας τρίχας σκύψιμο του κεφαλιού – μιας τρίχας! Ποιος είδε και δε θάμαξε;
Ούτε ψωμί, που είν’ η ζωή, ούτε κρασί, που είναι τ’ όνειρο. Μόνο ένα φυλλαράκι από τη μυρτιά να μασουλίζουν, με τη στυφή τη γέψη στο στόμα, με τη στυφή την έκφραση στο πρόσωπο, σα να λένε: «Τ’ ανθρώπου τ’ ανάστημα και τίποτ’ άλλο. Την ανθρωπιά μας».
Το χρώμα των ματιών τους να γυρνά προς το μενεξελί κι οι κίνησες των χεριών τους να γίνουνται αργές και γεμάτες σα να χαϊδεύουν αρχαία μάρμαρα. Κι αυτοί οι ζωηροί, αυτοί οι μελαχρινοί, αυτοί οι φωνακλάδες άνθρωποι, να μερώνουν ξαφνικά και με μιαν ήσυχη αποφασιστικότη να λεν: «Εδώ θα πεθάνουμε». Σα να λεν: «Εδώ θα φυτέψουμε».
Και να πεθαίνουν. Όχι για το ψωμί, όχι για το κρασί, μα για τ’ ανάστημα του ανθρώπου. Για τις μυρτιές.
«Εδώ θα φυτέψουμε το δέντρο, για να πάρεις μέτρα χρυσά, ζάβαλε κόσμε. Δίχως αυτά ζωή δε νογέται!» Πάνω στο βράχο, πάνω στα μάρμαρα!
Και θα περάσουν τα χρόνια. Και τότε οι άνθρωποι, ανοιχτομάτηδες, ανοιχτοχέρηδες, ανοιχτόκαρδοι, θα λεν: «Ετούτος εδώ ο λαός, στον ίσκιο αυτού του βράχου με τα μάρμαρα, είναι που μας έδωσε τα μέτρα τα χρυσά, στ’ ανάστημα του ανθρώπου. Δηλαδή τη λευτεριά!»
Θα λεν και θα γέρνουν λαφριά το κεφάλι, μια τρίχα, – όχι! ούτε μια τρίχα – πάνω απ’ τους τάφους, που άγρυπνες θα φυλάγουν, ορθές, στ’ ανάστημα του ανθρώπου, οι μυρτιές.
Αλεξάνδρεια, Γενάρης 1946
Ο μεγάλος λογοτέχνης μας άφησε σαν χθές, το 1980.
Εμείς κρατήσαμε τις δικές μας "ακυβέρνητες πολιτείες"...